παραδέχομαι
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
Ion. παραδέκομαι, fut.
A -ξομαι Pl.Tht.155c:—receive from another, σῆμα Il.6.178; [Γαῖα] σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνητούς E.Fr.839.4 (anap.); τὰ φερόμενα γράμματα X.Cyr.8.6.17, etc.; of children, receive by inheritance, σοφώτατα νοήματα Pi.O.7.72; τὴν ἀρχήν Hdt.1.102; π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρός ib.18; but μάχην π. take up and continue the battle, Id.9.40; receive by way of rumour or tradition, π. φήμην Pl.Lg.713c; ἀκοήν τινος Id.Ti.23d; of magistrates or others, receive articles entered in an inventory, etc., IG12.91.21, al., PHib.1.32.4 (iii B. C.), etc.; of pupils, receive lessons from a master, τοὺς μετὰ πόνου . . παραδεχομένους Plu.Cat.Mi.1. b take over an office or function, BGU1199.3, al. (i B. C.). 2 c. inf., π. τινὶ πράττειν τι take upon oneself or engage to another to do a thing, D.58.38. 3 admit, εἰς τὴν πόλιν Pl.R.394d, 399d, 605b; εἰς [τὴν οἰκίαν] D.40.2; εἰς τοὺς ἀγῶνας Aeschin.1.178; admit to citizenship, τῶν περιοίκων τινάς Arist.Pol.1303a7; admit as a pupil, Pl.Euthd.304b; π. τὸ ἔθνος admit to friendly relations, Plb.38.9.8. 4 admit, allow, τὴν ἀπαγωγήν Lys.13.86, cf. Pl.Tht.155c, Lg.935d; π. σκῆψιν Hyp. Eux.7; π. τὸν λόγον accept the definition, Pl.Chrm.162e, cf. Arist. Cat.4a28; recognize as correct, agree to, συντίμησιν BGU1119.54 (i B. C.); τὸ δαπανηθέν PFay.125.10 (ii A. D.). 5 signify, κτῆσιν A.D. Synt.171.6. II in later writers the aor. παρεδέχθην takes also a pass. sense, Luc.VH2.21, Gloss.; ἀξιῶ παραδεχθῆναί τινα εἰς τοὺς ἐφήβους to be admitted, POxy.477.24 (ii A. D.); also, to be credited as a set-off, BGU831.15 (iii A. D.): so fut. -δεχθήσομαι PAmh.2.86.13 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 476] (s. δέχομαι), annehmen, hinnehmen, bekommen; σῆμα κακὸν παρεδέξατο, Il. 6, 178; σοφώτατα νοήματα, Pind. Ol. 7, 72; u. in Prosa, Xen. Cyr. 7, 3, 1. 8, 6, 17 u. Sp.; von einer erblichen Regierung, Her. 1, 102. – Uebertr., φήμην παραδεδέγμεθα, Plat. Legg. VI, 713 c; ἀκοήν, Tim. 23 d; – übernehmen, μάχην, den von Andern angefangenen Kampf aufnehmen und fortsetzen, Her. 9, 40; auch c. inf., Etwas zu thun, Dem. 58, 38; – aufnehmen, εἰς τοὺς ἀγῶνας ἔθος, Aesch. 1, 178; αὐλοποιοὺς παραδέξει εἰς τὴν πόλιν, Plat. Rep. III, 399 d; εἰς οἰκίαν, Dem. 40, 2; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραδέχομαι: Ἰων. -δέκομαι: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ. Δέχομαι παρά τινος (ὅρα παραδίδωμι), αὐτὰρ ἐπειδὴ σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ Ἰλ. Ζ. 178· τὰ φερόμενα γράμματα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17, κτλ.· ἐπὶ τέκνων, δέχομαι, λαμβάνω ὡς κληρονομίαν (πρβλ. ἐκδέχομαι), σοφώτατα νοήματα Πινδ. Ο. 7. 134· τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρὸς ὁ αὐτ. 1. 18· ἀλλά, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι (δηλ. τὴν μάχην) Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι, ἀναλαμβάνοντες καὶ ἐξακολουθοῦντες τὴν μάχην οἱ Π. κ. Μ., Λατ. excipere ἢ suscipere pugnam, ὁ αὐτ. 9. 40· - ὡσαύτως, δέχομαι ὡς φήμην ἢ ὡς παράδοσιν, π. φήμην Πλάτ. Νόμ. 713C· ἀκοήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23C· - ἐπὶ ἀρχόντων, παραδέχομαι, παραλαμβάνω πράγματα ἐγγραφόμενα εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 13., 140, 15, κτλ.· πρβλ. παραδίδωμι· - ἐπὶ μαθητῶν, λαμβάνω μαθήματα παρὰ τοῦ διδασκάλου, τοὺς μετὰ πόνου .. παραδεχομένους Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) μετ’ ἀπαρ., παραδέχομαί τινι πράττειν τι, ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι νὰ πράξω τι, Λατ. reciperc se facturum, Δημ. 1334. 16. 3) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω νὰ εἰσέλθῃ τις, εἰς τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 394D, 399D, 605B (πρβλ. παραδεκτέον)· εἰς τὴν οἰκίαν Δημ. 1008, ἐν τέλ.· εἰς τοὺς ἀγῶνας Αἰσχίν. 25. 25· γῆ. σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνατοὺς Εὐρ. Ἀποσπ. 836 π. τινα, δέχομαι ὡς φίλον, Πολύβ. 38. 1, 8· ἐντεῦθεν, 4) παραδέχομαί τι, ὡς οὕτως ἢ ἄλλως ἔχον, Λυσ. 138. 3· εἴ περ καὶ ταῦτα παραδεξόμεθα Πλάτ. Θεαίτ. 155C, Νόμ. 935D· π. σκῆψιν Ὑπερείδ. ὑπέρ. Εὐξ. 22· π. τὸν λόγον, παραδέχομαι τὸν ὁρισμόν, Πλάτ. Χαρμ. 162Ε, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 5. 43· πρβλ. ἀπο-, ἐπιδέχομαι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. παρεδέχθην λαμβάνει καὶ παθ. σημασ., Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
I. recevoir de qqn :
1 recevoir de la main à la main, acc.;
2 recevoir par succession : τὴν ἀρχήν HDT le pouvoir ; μάχην HDT reprendre un combat commencé par d’autres et le continuer;
3 recevoir des leçons d’un maître;
II. admettre, accepter, accueillir.
Étymologie: παρά, δέχομαι.
English (Autenrieth)
aor. παρεδέξατο: receive from, or ‘at the hands of,’ Il. 6.178†.