κύπτω

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπτω Medium diacritics: κύπτω Low diacritics: κύπτω Capitals: ΚΥΠΤΩ
Transliteration A: kýptō Transliteration B: kyptō Transliteration C: kypto Beta Code: ku/ptw

English (LSJ)

fut.

   A κύψω LXX Ps.9.31 (10.10): aor. ἔκυψα (v. infr.): pf. κέκῡφα Hp.Steril.217:—bend forward, stoop, πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ' ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Il.4.468; ἔλαβεν . . κύψας ἐκ πεδίοιο 17.621, cf. 21.69; ὁσσάκι γὰρ κύψει' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων κτλ. Od.11.585; κ. ἐστὴν γῆν Hdt.3.14; κάτω κ. Ar.V.279 (lyr.), Thphr.Char.24.8; κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Pl.R.586a; χαμᾶζε Plu.Ant.45: freq. in aor. part. with another Verb, ἔθει κύψας ran with the head down, i.e. at full speed, Ar.Ra.1091 (anap.); ὁμόσ' εἶμι κύψας Id.Ec.863; ἐς τὴν γῆν κύψασα κάτω βαδίζει Id.Fr.395; κύψας ἐσθίει eats stooping, i.e. greedily, Id.Pax33; sens. obsc., Hippon.22 Diehl.    2 hang the head from shame, οὗτος, τί κύπτεις; Ar.Eq.1354, Th.930; or sorrow, Amphis 30.6, Euphro 1.27, or thought, Epicr.11.21, 23 (anap.).    3 bow down under a burden, D.18.323.    4 κύψαι, = ἀπάγξασθαι, Archil.35, cf. Phot.    5 of animals, to be bowed forward, opp. the erect figure of man, Arist.PA657a15; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε horns bent forward, of certain African oxen, Hdt.4.183; ἐπὴν ὁ στόμαχος [τῆς ὑστέρης] ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ Hp. l.c.

German (Pape)

[Seite 1535] (vgl. κυβή, κύβδα, κυφός, cubo), perf. κέκυφα, sich vorwärts neigen, bücken, ducken; ἔλαβεν κύψας ἐκ πεδίοιο Il. 17, 621, vgl. 4, 468. 21, 69; vom Tantalus, ὁσσάκι γὰρ κύψειε γέρων πίνειν μενεαίνων Od. 11, 584; Ar. von Einem, der sich schämt, οὗτος, τί κύπτεις; was hängst du den Kopf? Equ. 1351 (vgl. κύψαντες διεφρόντιζον Epicrat. b. Ath. II, 59 e); ἔθει κύψας Ran. 1089, vgl. Eccl. 863; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν Her. 4, 183; κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Plat. Rep. IX, 568 a; πεφρικὼς καὶ στένων καὶ κύπτων εἰς τὴν γῆν vrbdt Dem. 18, 323; Arist. de part. an. 2, 11, von den Thieren, im Ggstz von ὀρθὸν εἶναι; Sp., wie Plut. Mar. 44; – νῶτα κεκυφότα, ein krummgebogener Rücken, Nonn. – Trans., vorwärts, vornüber beugen, im Ggstz von ἀνορθοῦν, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κύπτω: μέλλ. κύψω: ἀόρ. ἔκυψα: πρκμ. κέκῡφα˙ πρβλ. ἀνα-, ἐπι-, κατα-, παρα-, συγ-, ὑπερ-, ὑπο-κύπτω. (Ἐκ τῆς √ΚΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τοῖς κέκυφα, κυφός, κῦφος, καὶ ἴσως ὑβός˙ πρβλ. Λατ. cub-o, cum-bo, in-cumb-o). Κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, «σκύφτω», πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ’ ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Ἰλ. Δ. 468˙ ἔλαβεν... κύψας ἐκ πεδίοιο Ρ. 621, πρβλ. Φ. 69˙ ὁσσάκι γὰρ κύψειε γέρων πίνειν μενεαίνων κτλ. Ὀδ. Λ. 585˙ κ. ἐς τὴν γῆν Ἡρόδ. 3. 14, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 349˙ κ. κάτω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 279˙ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Πλάτ. Πολ. 586Α˙ χαμᾶζε Πλουτ. Ἀντών. 45˙ συχνάκις κατ’ ἀόρ. μετοχ. μετ’ ἄλλου ῥήμ., θέει κύψας, τρέχει μὲ τὴν κεφαλὴν κεκυφυῖαν, δηλ. μετὰ μεγίστης ταχύτητος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1091˙ οὕτως, ὁμόσ’ εἶμι κύψας ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 863˙ ἐς τὴν γῆν κύψασα κάτω βαδίζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 349˙ κύψας ἐσθίει, τρώγει «σκυφτά», δηλ. ἀπλήστως, ἀδηφάγως, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 33˙ κύψαντες διεφρόντιζον Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 23. 2) καταβιβάζω τὴν κεφαλὴν ἐξ αἰσχύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θεσμ. 930˙ ἢ ἐκ θλίψεως, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6˙ ἢ ἕνεκα σκέψεων, Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 21. 3) κάμπτομαι ὑπὸ φορτίον τι, Δημ. 332, 12. 4) παρ’ Ἀρχιλ. 32, κῦψαι = ἀπάγξασθαι, πρβλ. Ἡσύχ., Φωτ. 5) ἐπὶ ζῴων, εἶμαι κεκυφὼς πρὸς τὰ ἐμπρός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 11˙ οὕτω, κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν, κέρατα κεκαμμένα πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπί τινων Ἀφρικανικῶν βοῶν, Ἡρόδ. 4. 183˙ ἐπὴν ὁ στόμαχος τῆς ὑστέρης κεκύφῃ Ἱππ. 677. 33. ΙΙ. μεταβ., κλίνω τι πρὸς τὰ ἐμπρός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.

French (Bailly abrégé)

f. réc. κύψω, ao. ἔκυψα, pf. κέκυφα;
1 se baisser en avant : κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν HDT cornes penchées en avant en parl. de certains bœufs africains;
2 baisser la tête ou les yeux par honte, par pudeur, etc.
Étymologie: R. Κυφ, être courbé.

English (Autenrieth)

aor. opt. κύψει(ε), part. κύψᾶς: bend the head, bow down. (Il. and Od. 11.585.)