παρεῖπον

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεῖπον Medium diacritics: παρεῖπον Low diacritics: παρείπον Capitals: ΠΑΡΕΙΠΟΝ
Transliteration A: pareîpon Transliteration B: pareipon Transliteration C: pareipon Beta Code: parei=pon

English (LSJ)

aor. 2 with no pres, in use, παράφημι being used,

   A talk over, win over, Il.1.555, 6.337, A.Pr.131 (lyr.) ; εἰ . . θυμὸν ὀρίναις παρειπών by thy persuasions, Il.11.793, cf. 15.404 : c. acc. cogn., give such and such advice, αἴσιμα παρειπών 6.62, 7.121. [In Il. πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, i.e. παρϝειπών, -οῦσα ; but μή σε πᾰρείπῃ 1.555.]

German (Pape)

[Seite 512] aor. II. zu παράφημι, bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας μόγις παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]

Greek (Liddell-Scott)

παρεῖπον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ παράφημι ἢ παραγορεύω, καταπείθω διὰ πλαγίων μέσων, φέρω πρὸς τὸ μέρος μου, ὡς τὸ παραπείθω, Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· ἐντεῦθεν, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, Valck. Adon. σ. 356· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., παρέχω συμβουλήν, παραινῶ, συμβουλεύω, αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ἐπειδὴ ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».

French (Bailly abrégé)

sbj. 3ᵉ sg. παρείπῃ, part. παρειπών;
ao.2 d’un verbe sans autre temps et de même sign. que παράφημι : parler d’une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.
Étymologie: παρά, εἶπον.

English (Autenrieth)

def. aor. 2, subj. παρείπῃ, part. πᾶρειπών, -οῦσα: persuade, win over.