ἐκκρεμάννυμι
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
fut. -κρεμάσω,
A hang from or upon a thing, Hp.Art.22 (dub.) ; τι ἔκ τινος Ar.Eq.1363 ; λίθον τοῦ ποδός AP11.100 (Lucill.) ; τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5. II Pass., like ἐκκρέμαμαι, hang on by, cling to, c. gen., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, cf. Luc.Tox.6. 2 metaph., to be devoted to, Ἄρεος E. El.950.
German (Pape)
[Seite 764] (s. κρεμάννυμι), daran hängen, von Etwas herabhangen lassen, τὶ ἔκ τινος, Ar. Equ. 1363; τοῦ ποδὸς λίθον Lucill. 61 (XI, 100); εἰς ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας, seine Hoffnung auf einen Betrug setzen, Anth. (I, 101). – Med., sich daran hängen, τῶν πηδαλίων Luc. Toz. 6; wie das Vorige übertr., Thuc. 7, 75; τοῦ φορείου, d. i. nebenhergehen, Plut. Ant. 58; Ἄρεος, ihm ergeben, d. h. tapfer sein, Eur. El. 950.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρεμάννῡμι: μέλλ. -κρεμάσω, κρεμῶ ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ ἐκκρέμαμαι, προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν θέλω ν’ ἀποχωρισθῶ αὐτοῦ, μετὰ γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, εἶναι ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950.
French (Bailly abrégé)
suspendre une chose à une autre;
Moy. ἐκκρεμάννυμαι se suspendre : τινος à qqn, s’attacher aux bras ou aux vêtements de qqn.
Étymologie: ἐκ, κρεμάννυμι.
Spanish (DGE)
(ἐκκρεμάννῡμι) I tr.
1 colgar, suspender c. ac. de cosa τι ... βάρος Hp.Art.22, cf. Superf.8, c. ac. de cosa y gen. o giro prep. λύχνον ... χρυσῆς ἁλύσεως I.BI 7.429, τοῦ ποδὸς ... λίθον AP 11.100 (Lucill.), ὅπως ἐκκρεμάσῃ ἐκ τοῦ οἴκου ... κόκκινον 1Ep.Clem.12.7, cóm. c. ac. de pers. ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον Ar.Eq.1363
•en v. med. mismo sent., c. ac. de cosa y ὑπέρ c. gen. ἤν ποτε ... στεφάνους προθύρων ὕπερ ἐκκρεμάσωμαι AP 5.92 (Rufin.).
2 fig. hacer depender εἰς ὀλοὴν ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας AP 1.101 (Men.Prot.).
II intr., gener. en v. med.
1 colgarse c. gen. τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, ἐκκρεμάννυνται δὲ περὶ τὴν θαλάμην τὰ ᾠά los huevos quedan suspendidos alrededor del agujero al desovar el pulpo, Arist.HA 549b34, τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαννυμένην ἀποσεισάμενος zarandeando a su mujer que se colgaba de él Luc.Tox.61, en act. τῶν θυρίδων ἐκκρεμαννύντες Plu.2.522a, c. adv. συνέρρει ... τὰ πλήθη καὶ ἄλλος ἀλλαχόθεν ἐκκρεμαννύμενος ἐθεῶντο αὐτόν Ael.VH 12.58.
2 fig. dedicarse, consagrarse c. gen. τὰ τέκν' αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται sus hijos se consagran a Ares E.El.950.
3 estar suspendido de, estar pendiente de c. gen. ἀρτηθεῖσα ... καὶ ἐκκρεμασθεῖσα ἐλπίδος χρηστῆς Ph.1.442, τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12, τῶν Ἀθήνησι ψηφισμάτων Plu.Pel.7, τῆς ἐνταῦθα ζωῆς Clem.Al.QDS 2.2.