λυπέω

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡπέω Medium diacritics: λυπέω Low diacritics: λυπέω Capitals: ΛΥΠΕΩ
Transliteration A: lypéō Transliteration B: lypeō Transliteration C: lypeo Beta Code: lupe/w

English (LSJ)

(λύπη)

   A grieve, vex, whether in body or mind, τινα Hes. Op.401, Sapph.Supp.2.4, etc.; opp. εὐφραίνειν, E.Alc.239 (anap.); [ὁ θώραξ] λυπεῖ distresses by its weight, X.Mem.3.10.15: c.neut. Adj., λυπεῖν μηδὲν αὑτόν E.Cyc.338, cf. Hdt.8.144, X.Cyr.3.3.50; ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες, ἅπερ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν Pl.Ap.41e: c. part., ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη X.An.7.7.12; οὐ σκοπεῖς ὅ τι μὴ λυπήσεις τοὺς ἄλλους ποιῶν D.21.135: folld. by interrog., καί μ' ἦμαρ . . λυπεῖ, τί πράσσει S.OT74, cf. El.59; οὐδὲν ἐλύπησεν [αὐτό], ὥστε μή . . does no harm... Pl.Cra.393e; οὐδένα λυπήσας or -ασα, as formula in epitaphs, IG14.1857, 2.1868.    2 abs., cause pain or grief, ἄγαν γε λυπεῖς S.Aj.589, Ant.573, cf. OT1231; τὸ λυποῦν Antiph.107, Men.410.    3 in histor. writers, of cavalry and light troops, harass, annoy an army by constant attacks, Hdt.9.40, cf. 61, Th.6.66, X.HG6.3.14, An.2.3.23, etc.; λῃσταὶ . . τὴν Λακωνικὴν ἧσσον ἐλύπουν Th.4.53, cf. Ar.Av. 1427.    II Pass. with fut. Med. (E.Med.474, etc.), to be grieved, distressed, λυπεῖσθαι φρένα Thgn.593 codd.; τῷ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι βροτούς A.Fr.266, cf. S.Aj.555, etc.; μήτε λυπέο μήτε . . be not distressed, Hdt.8.100; ὑπὸ θεραπαίνης ἐπίτηδες λ. Lys.1.11: c. acc. cogn., τὰς ἐσχάτας λ. λύπας Pl.Grg.494a, cf. Phd.85a; also διπλῇ τινι λύπῃ λ. Id.Phlb.36a: also c. acc. rei, grieve about a thing, S.Aj.1086; πρὸς τὰς ξυμφοράς Th.2.64; διά τι Pl.Phlb.52b; ἐπί τινι X.Mem.3.9.8: c. part., λυπῇ . . ἐστερημένη E.Med.286; ταῦτ' ἐλυπεῖθ' ὁρῶν D.18.217: abs., feel pain, E.Ion632, etc.; τὸ -ούμενον τῆς ψυχῆς Pl.Lg.689b; τὸ -εῖσθαι Id.Prt.354d.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπέω: (λύπη) προξενῶ λύπην, θλῖψιν, ἐνόχλησιν, εἴτε εἰς τὸ σῶμα, εἴτε εἰς τὴν ψυχήν, θλίβω, ἐνοχλῶ, τινα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 399, Ἡρόδ. 8. 144, Τραγ., κτλ.· ἀντίθετ. τῷ εὐφραίνειν, Εὐρ. Ἄλκ. 238· λέγεις, ἔφη, ἁρμόττειν οὐ τοὺς ἀκριβεῖς (θώρακας), ἀλλὰ τοὺς μὴ λυποῦντας ἐν τῇ χρείᾳ, ἀλλὰ τοὺς μὴ ἐνοχλοῦντας ἐν τῇ χρήσει, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., λυπεῖν μηδὲν αὐτὸν Εὐρ. Κύκλ. 338, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 144, Ξεν. Κύρ. 3. 3. 50· ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες, ἃ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν Πλάτ. Ἀπολ. 41Ε· - μετὰ μετοχ., ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 12· οὐ σκοπεῖς ὅ τι μὴ λυπήσεις τοὺς ἄλλους ποιῶν Δημ. 559. 5· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, καὶ μ’ ἦμαρ... λυπεῖ, τί πράσσει Σοφ. Ο. Τ. 74, πρβλ. Ἠλ. 59· οὐδὲν ἐλύπησεν [αὐτό], ὥστε μή..., = ἔβλαψεν, Πλάτ. Κρατ. 393Ε, κτλ. 2) ἀπολ., προξενῶ πόνον ἢ λύπην, ἄγαν γε λυπεῖ Σοφ. Αἴ. 589, Ἀντ. 573, πρβλ. Ο. Τ. 1231· ἅπαν τὸ λυποῦν ἐστιν ἀνθρώπῳ νόσος ὀνόματ’ ἔχουσα πολλὰ Ἀντιφάν. ἐν «Ἰατρῷ» 1, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 9. 3) παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσιν, ἐπὶ ἱππικοῦ καὶ τῶν ψιλῶν στρατιωτῶν, ἐνοχλῶ, ταράττω, βλάπτω στράτευμά τι διὰ συνεχῶν ἐπιθέσεων, Ἡρόδ. 9. 40, πρβλ. 61, Θουκ. 6. 66, Ξεν., κτλ.· λῃσταί... τὴν Λακωνικὴν ἧσσον ἐλύπουν Θουκ. 4. 53, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1427. II. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ., (Εὐρ. Μήδ. 474, κτλ.)· - ἔχω πόνον, λύπην, θλῖψιν, εἶμαι τεθλιμμένος, λυπεῖσθαι φρένα Θέογν. 593· γνώμῃ Θουκ. 2. 64· ἀντίθ. τῷ χαίρειν, ᾧ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι πάρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 555, κτλ.· μὴ λυπέεο, μὴ λυποῦ, Ἡρόδ. 8. 100· ὑπὸ θεραπαίνης ἐπίτηδες λ. Λυσ. 92. 37 - μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὰς ἐσχάτας λ. λύπας Πλάτ. Γοργ. 494Α, πρβλ. Φαίδωνα 85Α· ὡσαύτως, διπλῇ τινι λύπῃ λ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 36Α· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., διά τι πρᾶγμα λυποῦμαι, Σοφ. Αἴ. 1086· πρός τι Θουκ. 2. 64, Πλάτ. Πολ. 585Α· διά τι Πλάτ. Φίληβ. 52Β· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 8· περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 354D· μετὰ μετοχ., λυπεῖ... ἐστερημένη Εὐρ. Μήδ. 286· ἐλυπεῖτο ὁρῶν Δημ. 301. 3· - ἀπολ., αἰσθάνομαι πόνον, θλῖψιν, Εὐρ. Ἴων 632, κτλ.· τὸ λυπούμενον, = ἡ λύπη, Πλάτ. Νόμ. 689Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. λυπήσω, ao. inus., pf. λελύπηκα;
1 chagriner, affliger : τινα qqn ; ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη XÉN ce qui le chagrinait, c’était de voir le pays dévasté ; Pass. être chagriné, affligé, ennuyé ; avec un part. : ἐλυπεῖτο ὁρῶν DÉM il s’affligeait de voir;
2 vexer, taquiner;
3 incommoder, gêner : ὁ θώραξ λυπεῖ XÉN la cuirasse incommode par son poids ; τινα gêner qqn;
4 inquiéter, harceler (un ennemi).
Étymologie: λύπη.

English (Strong)

from λύπη; to distress; reflexively or passively, to be sad: cause grief, grieve, be in heaviness, (be) sorrow(-ful), be (make) sorry.