ψηλαφώ

From LSJ
Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ψηλαφῶ, -άω, ΝΜΑ
1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου
2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα
3. θωπεύω, χαϊδεύω
4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα
μσν.
ζητώ, ψάχνω να βρω
αρχ.
αποπειρώμαι, επιχειρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών συνωνύμων ρ. ψάλλω (αόρ. ἔψηλα / ἔψᾱλα) και ἀφῶ (< ἀφή). Κατ' άλλη άποψη, το α' συνθετικό του ρ. είναι αμάρτυρος τεχνικός όρος ψᾱλᾱ, από όπου, αναλογικά, το ρ. μηλαφῶ].