Πειραϊκός

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πειραϊκός Medium diacritics: Πειραϊκός Low diacritics: Πειραικός Capitals: ΠΕΙΡΑΙΚΟΣ
Transliteration A: Peiraïkós Transliteration B: Peiraikos Transliteration C: Peiraikos Beta Code: *peirai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, Adj. from Πειραιεύς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du Pirée.
Étymologie: Πειραιεύς.

Russian (Dvoretsky)

Πειραϊκός: пирейский: αἱ Πειραϊκαὶ πύλαι Plut. Пирейские ворота (в зап. части Афин).

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / πειραϊκός, -ή, -όν, ΝΑ Πειραιάς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά (α. «Πειραϊκός Σύνδεσμος» β. «Σύλλας τὸ μεταξὺ τῆς Πειραϊκῆς πύλης καὶ τῆς ἱερᾱς κατασκάψας», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά
2. φρ. α) «Πειραϊκή Χερσόνησος» — μικρή χερσόνησος που σχηματίζεται από προβολή της Αττικής ανάμεσα στο λιμάνι του Πειραιά και στον φαληρικό όρμο
β) «Πειραϊκή ακτή» — η περιοχή της Πειραϊκής Χερσονήσου προς τον Σαρωνικό και ιδίως της περιφερειακής λεωφόρου της.
(II)
-ή, -όν, Α
ο πέρα των ορίων, ο κατά τα σύνορα («τὴν γῆν τὴν Πειραϊκὴν καλουμένην ἐδῄωσαν» — ελεηλάτησαν τη χώρα που βρίσκεται κατά τα σύνορα, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖραρ, βλ. λ. πέρας.