Τρωάς
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
English (Autenrieth)
see Τρῳός.
English (Strong)
from Tros (a Trojan); the Troad (or plain of Troy), i.e. Troas, a place in Asia Minor: Troas.
Greek Monolingual
η / Τρῳάς, -άδος, ΝΜΑ, και Τρωάδα Ν, και Τρωϊάς, Α
(στην αρχαιότητα) η χώρα τών Τρώων, που εκτεινόταν στη βορειοδυτική χερσόνησο της Μικράς Ασίας, όπου δέσποζε το όρος Ίδη και βρισκόταν η ξακουστή πόλη Τροία
2. γυναίκα που καταγόταν ή κατοικούσε στην Τροία
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Τρωάδες και Τρῳάδες
τίτλος τραγωδίας του Ευριπίδη
νεοελλ.
φρ. α) «της Τρωάδας τα κακά ή τα βάσανα» — πολλές και μεγάλες συμφορές
β) «τά κάναμε Τρωάδα» — τά κάναμε θάλασσα, τά κάναμε κεραμιδαρειό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Τρώϊος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἰλιάς). Ο τ. Τρῳάς με συναίρεση].