έμφραγμα
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
το (AM ἔμφραγμα)
οτιδήποτε χρησιμοποιείται για το φράξιμο ενός ανοίγματος, φραγμός, τάπα, θούλλωμα
νεοελλ.
1. στην οδοντιατρική, η ουσία με την οποία φράσσεται η κοιλότητα τερηδονισμένου δοντιού, κν. σφράγισμα
2. στην παθολογία, βλάβη κάποιου οργάνου που παρουσιάζει κοκκώδη μορφή και γενικά κάθε σπλαγχνική βλάβη ή αλλοίωση που είναι νεκρωτική
3. (ειδ. στην καρδιολογία) η απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβο αίματος και η επακόλουθη ατροφία και νέκρωση του ιστού τον οποίο τροφοδοτούσε
αρχ.
1. (για έμβρυο) έμφραξη, συμπίεση
2. ξύλινη θήκη, κάλυμμα.