Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έμφραγμα

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

το (AM ἔμφραγμα)
οτιδήποτε χρησιμοποιείται για το φράξιμο ενός ανοίγματος, φραγμός, τάπα, θούλλωμα
νεοελλ.
1. στην οδοντιατρική, η ουσία με την οποία φράσσεται η κοιλότητα τερηδονισμένου δοντιού, κν. σφράγισμα
2. στην παθολογία, βλάβη κάποιου οργάνου που παρουσιάζει κοκκώδη μορφή και γενικά κάθε σπλαγχνική βλάβη ή αλλοίωση που είναι νεκρωτική
3. (ειδ. στην καρδιολογία) η απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβο αίματος και η επακόλουθη ατροφία και νέκρωση του ιστού τον οποίο τροφοδοτούσε
αρχ.
1. (για έμβρυο) έμφραξη, συμπίεση
2. ξύλινη θήκη, κάλυμμα.