Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έμφραγμα

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

το (AM ἔμφραγμα)
οτιδήποτε χρησιμοποιείται για το φράξιμο ενός ανοίγματος, φραγμός, τάπα, θούλλωμα
νεοελλ.
1. στην οδοντιατρική, η ουσία με την οποία φράσσεται η κοιλότητα τερηδονισμένου δοντιού, κν. σφράγισμα
2. στην παθολογία, βλάβη κάποιου οργάνου που παρουσιάζει κοκκώδη μορφή και γενικά κάθε σπλαγχνική βλάβη ή αλλοίωση που είναι νεκρωτική
3. (ειδ. στην καρδιολογία) η απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβο αίματος και η επακόλουθη ατροφία και νέκρωση του ιστού τον οποίο τροφοδοτούσε
αρχ.
1. (για έμβρυο) έμφραξη, συμπίεση
2. ξύλινη θήκη, κάλυμμα.