αισχύνω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
(Α αἰσχύνω)
1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω
2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη
αρχ.
1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω
(«αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529)
2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω
3. περιφρονώ, απαξιώ
4. μέσ. σέβομαι κάποιον).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. αἰσχὺς < αἶσχος βλ. λ..
ΠΑΡ. αισχύνη, αισχυνομένη
αρχ.
αἰσχυνομένως, αἰσχυντήρ, αἰσχυντός.
ΣΥΝΘ. αναίσχυντος
αρχ.
ἀπαισχύνομαι, ἐπαισχύνομαι, καταισχύνω, ὑπαισχύνομαι
νεοελλ.
επαίσχυντος].