ανάπαυση

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

και ανάπαψη, η (AM ἀνάπαυσις και ποιητ. ἄμπαυσις) ἀναπαύω
1. διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας που επιφέρει κόπωση
2. ξεκούραση, καθησύχαση
3. ξεκούραση στην αιωνιότητα, θάνατος
μσν.- νεοελλ.
1. ησυχία, ηρεμία
2. ειρηνικός βίος, ευημερία, ευμάρεια, άνεση ζωής, καλοπέραση
νεοελλ.
1. ο ύπνος και μάλιστα όχι ο νυκτερινός, αλλά κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. (στη Στρατ. ή τη Γυμν.) ανάπαυση! παράγγελμα σύντομης διακοπής τών ασκήσεων, κατά την οποία ο γυμναζόμενος παραμένει στη θέση του, αλλά όχι σε στάση προσοχής
3. φρ. «αιώνια ανάπαυση», θάνατος
«τόπος αναπαύσεως», νεκροταφείο
αρχ.
1. αναψυχή, ψυχαγωγία
2. το Σάββατο ως ημέρα αναπαύσεως.