αναδεικνύω
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
Greek Monolingual
(Α ἀναδεικνύω και ἀναδείκνυμι, Ν και αναδείχνω)
εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω
2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι
αρχ.
1. ανυψώνω και δείχνω κάτι, εκθέτω, εμφανίζω, επιδεικνύω
2. αφιερώνω
3. φρ. «ἀναδείκνυμι ἀσπίδα», κρατώ ψηλά την ασπίδα σαν σινιάλο «ἀναδείκνυμι πύλας», ανοίγω διάπλατα τις πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δεικνύω, δείκνυμι.
ΠΑΡ. ανάδειξη (-ις)].