αρτώ
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
Greek Monolingual
(AM ἀρτῶ, -άω)
κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο
αρχ.
ἀρτῶμαι
1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.)
2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματικό σχηματισμό που συνδέεται με το αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω».
ΠΑΡ. αρχ. αρτάνη, άρτημα, άρτησις (Ι).
ΣΥΝΘ. αναρτώ, απαρτώ, εξαρτώ, προσαρτώ, συναρτώ
αρχ.
διαρτώ, εναρτώ, επαρτώ, καταρτώ, παραρτώ, περιαρτώ, υπαρτώ, υπεραρτώ].