Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραχύβωλος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠβωλος Medium diacritics: βραχύβωλος Low diacritics: βραχύβωλος Capitals: ΒΡΑΧΥΒΩΛΟΣ
Transliteration A: brachýbōlos Transliteration B: brachybōlos Transliteration C: vrachyvolos Beta Code: braxu/bwlos

English (LSJ)

βραχύβωλον, with small clods, with few clods, βραχύβωλος χέρσος a small spot of ground, AP6.238 (Apollonid.): Ἴκος ib.7.2 (Antip. Sid.).

Spanish (DGE)

(βρᾰχύβωλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
con pocos o pequeños terrones e.d. pequeño χέρσος AP 6.238 (Apollonid.), Ἴκος AP 7.2 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 462] kurzschollig, χέρσος, d. i. ein kleines Stück Land, Apollond. 5 (VI, 238); vgl. Ant. Sid. 69 (VII, 2).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux petites mottes de terre, càd au sol maigre.
Étymologie: βραχύς, βῶλος.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύβωλος: малоземельный: β. χέρσος Anth. маленький клочок земли.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύβωλος: -ον, ὁ ὀλίγους ἔχων βώλους γῆς, β. χέρσος, μικρὸν μέρος ἐδάφους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 238, πρβλ. 7. 2.

Greek Monolingual

βραχύβωλος, -ον (Α)
(για κτήμα) μικρός και με λίγο χώμα, άγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + βώλος «μικρός όγκος χώματος σε οργωμένη γη
τμήμα γης, χωράφι» (πρβλ. δύσβωλος, πολύβωλος)].

Greek Monotonic

βρᾰχύβωλος: -ον, αυτός που έχει μικρούς ή ολίγους (σ)βώλους χώματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

with small or few clods, Anth.