βραχύβωλος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
βραχύβωλον, with small clods, with few clods, βραχύβωλος χέρσος a small spot of ground, AP6.238 (Apollonid.): Ἴκος ib.7.2 (Antip. Sid.).
Spanish (DGE)
(βρᾰχύβωλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
con pocos o pequeños terrones e.d. pequeño χέρσος AP 6.238 (Apollonid.), Ἴκος AP 7.2 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 462] kurzschollig, χέρσος, d. i. ein kleines Stück Land, Apollond. 5 (VI, 238); vgl. Ant. Sid. 69 (VII, 2).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux petites mottes de terre, càd au sol maigre.
Étymologie: βραχύς, βῶλος.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύβωλος: малоземельный: β. χέρσος Anth. маленький клочок земли.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύβωλος: -ον, ὁ ὀλίγους ἔχων βώλους γῆς, β. χέρσος, μικρὸν μέρος ἐδάφους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 238, πρβλ. 7. 2.
Greek Monolingual
βραχύβωλος, -ον (Α)
(για κτήμα) μικρός και με λίγο χώμα, άγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + βώλος «μικρός όγκος χώματος σε οργωμένη γη
τμήμα γης, χωράφι» (πρβλ. δύσβωλος, πολύβωλος)].
Greek Monotonic
βρᾰχύβωλος: -ον, αυτός που έχει μικρούς ή ολίγους (σ)βώλους χώματος, σε Ανθ.
Middle Liddell
with small or few clods, Anth.