γεοειδής

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεοειδής Medium diacritics: γεοειδής Low diacritics: γεοειδής Capitals: ΓΕΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: geoeidḗs Transliteration B: geoeidēs Transliteration C: geoeidis Beta Code: geoeidh/s

English (LSJ)

γεοειδές, = γεώδης, Ti.Locr.101a, Arist.GA731b13, HA555b28.

Spanish (DGE)

-ές
de naturaleza terrosa, terroso, formado por tierra γᾶς τε καὶ γεοειδέων Ti.Locr.101a, γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶς Arist.GA 731b13, ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδες Arist.HA 555b28, cf. Plu.2.430d.

German (Pape)

[Seite 484] ές, erdartig, erdig, Tim. Locr. 101 a; Arist. H. A. 5, 28 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

γεοειδής: Plat., Arst. = γεώδης.

Greek (Liddell-Scott)

γεοειδής: -ές, πρὸς γῆς ἢ χῶμα ὅμοιος, Τίμ. Λοκρ. 101Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 23, ἐν τέλ., 5. 28, 3· συνηθέστερον γεώδης.

Greek Monolingual

γεοειδής (-οῦς), -ές (Α)
ο όμοιος με χώμα.