δέσμη
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ,
A package, bundle, Test. ap. D.35.34, Alex.117, Arist.Fr.140, D.H.3.61.
2 a measure in Egypt, φοινίκων PFay.119.4, al.; ἀσπαράγου POxy.1212.4 (ii A.D.).
b in Medicine, handful, Androm. ap. Gal.13.1033; ὑσσώπου κόμης Ezek.Exag.185.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): δεσμή Hdn.Gr.1.324, Hsch.
• Grafía: graf. δύσμη PRyl.135.11 (I d.C.), PFay.119.4 (I/II d.C.)
I 1atado, atadijo gener. (τῶν δερμάτων αἰγείων) δύο δέσμας D.35.34, δέσμαι καλάμων εὐμεγέθεις D.S.19.99
•en esp. legajo δέσμαι ... δικανικῶν λόγων legajos de discursos forenses Arist.Fr.140, παπύρου ... δ. rollo de papiro Horap.1.30
•haz ἕνα προηγεῖσθαι ῥαβδοφόρον ἅμα τῇ δέσμῃ τῶν ῥάβδων πέλεκυν φέροντα que vaya delante un lictor portando, junto con el haz de varas, una segur D.H.3.61, ἀκοντίων Plu.2.174f, cf. Babr.47.5.
2 como unidad de medida manojo de tomillo, Alex.122, de eléboro, Thphr.HP 9.17.1, de hisopo, LXX Ex.12.22, cf. Ezech.185, (σκορόδων) Hp.Steril.230, πηγάνου χλωροῦ δέσμην χειροπληθῆ Androm. en Gal.13.1033, λινοκαλάμης δέσμαι γ ἐσφραγισμέναι PCair.Zen.470.3 (III a.C.), ἀσπαράγου δέσμ(αι) ιθ, θρύδακος δέσμ(αι) β, γονγύλη(ς) δέσμ(αι) β, ῥαφάνου δ. α POxy.1212.4-7 (II d.C.), κράμβης SB 9017.16 (II d.C.)
•fajo, atadijo στιππύου PCair.Zen.782b.72 (III a.C.), συμβεννίων (l. σεβεν-) PCair.Zen.438.6 (III a.C.)
•gavilla, haz συλλέξατε ... τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας Eu.Matt.13.30, καλάμου φρυγανιτοῦ PCair.Zen.85.3 (III a.C.), καλάμων παλαιῶν PUG 60.3 (I d.C.), cf. PMil.Vogl.308.51 (II d.C.), χόρτου PCair.Zen.30.5 (III a.C.), cf. PRyl.135.11 (I d.C.), OFay.20.3 (I d.C.), PFay.119.4 (I/II d.C.), PMich.620.217 (III d.C.), POxy.3646.11 (III/IV d.C.), λόγ(ος) ξύλου ἡλιοτροπίου πρισμοῦ πρώτου· δέσμαι τρίξυλ(οι) ξ Theb.Ostr.144.3 (I d.C.).
II δεσμή· ὁδός (quizá por ὁρμός) Hsch.
French (Bailly abrégé)
v. δεσμή.
NT: botte (de paille)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέσμη -ης, ἡ [1. δέω] bundel.
Russian (Dvoretsky)
δέσμη: поздн. тж. δεσμή ἡ
1 связка, пучок Dem., Arst., Plut.;
2 сноп NT.
English (Strong)
from δεσμέω; a bundle: bundle.
English (Thayer)
δεσμης, or as others write it (e. g. st T; yet cf. Lob. Paralip., p. 396; Chandler § 132) δέσμη, δεσμης, ἡ (δέω), a bundle: Demosthenes, Dionysius Halicarnassus, others.)
Greek Monolingual
η (AM δέσμη)
δέμα ή δεμάτι («δέσμη εγγράφων», «δέρματ' αἴγεια, δύο δέσμας ἤ τρεῖς»)
νεοελλ.
1. ξύλα δεμένα μαζί που μεταφέρονται με το ρεύμα ποταμού
2. εξαρτήματα πλοίου τοποθετημένα στο ίδιο μέρος για να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης
3. ομάδες αγγειωδών νηματίων που περιβάλλουν τα διάφορα τμήματα του φυτού
4. το σύνολο τών επιπέδων βολής πυροβόλων όπλων
5. τμήματα μαλακού σιδήρου ή χάλυβα που συν δέονται με σύρματα και συσσωματώνονται με λευκοπύρωση
6. φρ. α) «δέσμη φωτεινών ακτίνων» ή «φωτεινή δέσμη» — σύνολο φωτεινών ακτίνων οι οποίες προέρχονται από την ίδια πηγή και περιορίζονται με κατάλληλα διαφράγματα
β) «δέσμη καθοδικών ακτίνων» — το σύνολο τών ηλεκτρονίων που κατευθύνονται από την κάθοδο τών διαφόρων ηλεκτρονικών σωλήνων προς την άνοδο
9. «δέσμη μέτρων» — σειρά αποφάσεων, διατάξεων ή νόμων με κοινό στόχο
αρχ.
1. δράγμα, χούφτα
2. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δω. Σχηματισμός θηλυκού ουσιαστικού παράλληλος προς το αρσ. δεσμός. Ο τονισμός δέσμη, αν δεν είναι αρχικός, προέρχεται με αναβιβασμό από αρχικό τ. δεσμή].
Greek (Liddell-Scott)
δέσμη: ἡ, (δέω) = δέμα, δεμάτιον, Ἄλεξ. Κυβερν. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 134.
Chinese
原文音譯:dšsmh 得士姆
詞類次數:名詞(1)
原文字根:捆綁(果效)
字義溯源:捆,束;源自(δεσμέω)=綁);而 (δεσμέω)出自(δεσμός)=鎖鏈), (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 捆(1) 太13:30