Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευτράπελος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐτράπελος, -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος
2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα»)
νεοελλ.
1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) φαιδρός, αστείος («ευτράπελο διήγημα»)
2. (το ουδ, ως ουσ.) τo εὐτράπελο
η φαιδρότητα, η γελοιότητα
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ., τὸ εὐτράπελον
η ευτραπελία
2. ευκίνητος, επιδέξιος
αρχ.
1. (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο αγχίστροφος
2. (για πιθήκους) ευκίνητος, ελαφρός
3. (με κακή σημ.) βωμολόχος, φλύαρος, σκωπτικός
4. δόλιος, πανούργος
5. φρ. α) «λόγος εὐτράπελος» — εύστροφος, αυτός που γίνεται με ετοιμότητα για υπεράσπιση ή δικαιολογία ενέργειας ή αποφάσεως
β) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή κολακεία που γίνεται από αγάπη για το κέρδος («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», Πίνδ.).
επίρρ...
εὐτραπέλως (Α)
επιδέξια, με ετοιμότητα, χωρίς δυσκολία ή σκαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αοριστικό θ. τραπ- του ρ. τρέπω + επίθημα -λο- (κατά τα ευπέμπε-λος, ευτρόχα-λος).
ΠΑΡ. ευτραπελία
αρχ.
ευτραπελεύομαι, ευτραπελίζομαι].