εὐρυβίας
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
Ion. and Ep. εὐρυβίης (Dor. gen. εὐρυβία prob. in B.10.52), ὁ, = εὐρυσθενής (very strong, powerful), Hes.Th.931, h.Cer.294, Pi.O.6.58, Pae.6.103,al., B.10.52, A.R.4.1552; φθόνος εὐρυβίας B.15.31; εὐρυβίας ταῦρος Supp.Epigr.2.518 (Rome, iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1094] ὁ, ion. ep. -βίης, der weit u. breit Gewaltige, Weitherrschende, Hes. Th. 931; H. h. Cer. 295; oft bei Pind., z. B. θεός P. 2, 12, Ποσειδᾶν Ol. 6, 58, Αἴας I. 5, 51; Apollo, Anth. IX, 525, 6.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠβίᾱς: эп.-ион. εὐρῠ-βίης, ου ὁ могучий, могущественный (Κελεός HH; Τρίτων Hes.; Ποσειδᾶν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυβίας: Ἰων. καὶ Ἐπικ. εὐρυβίης, ου, ὁ = εὐρυσθενής, Ἡσ. Θ. 931, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 295, Πινδ. Ο. 6. 98, Βακχυλ. 15. 31, κλ.
English (Slater)
εὐρῠβῐας of broad sway of gods, Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν (O. 6.58) ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν (P. 2.12) of heroes, Περικλύμεν' εὐρυβία (P. 4.175) κούρᾳ θ' Ψψέος εὐρυβία (P. 9.13) “εὐρυβίαν Ἁἴαντα” (I. 6.53) Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν (Pae. 6.103) Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ]ἐξαίρετον προφάταν ἔτεκ[εν (Pae. 9.41)
Greek Monolingual
εὐρυβίας και εὐρυβίης, ὁ (Α)
ευρυσθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -βιας (< βία), πρβλ. κρατησιβίας, υψιβίας].
Greek Monotonic
εὐρυβίας: Ιων. -βίης, -ου, ὁ, = εὐρυσθενής, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Middle Liddell
= εὐρυσθενής, Hes., Pind.]