εὐρυβίας

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠβίας Medium diacritics: εὐρυβίας Low diacritics: ευρυβίας Capitals: ΕΥΡΥΒΙΑΣ
Transliteration A: eurybías Transliteration B: eurybias Transliteration C: evryvias Beta Code: eu)rubi/as

English (LSJ)

Ion. and Ep. εὐρυβίης (Dor. gen. εὐρυβία prob. in B.10.52), ὁ, = εὐρυσθενής (very strong, powerful), Hes.Th.931, h.Cer.294, Pi.O.6.58, Pae.6.103,al., B.10.52, A.R.4.1552; φθόνος εὐρυβίας B.15.31; εὐρυβίας ταῦρος Supp.Epigr.2.518 (Rome, iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1094] ὁ, ion. ep. -βίης, der weit u. breit Gewaltige, Weitherrschende, Hes. Th. 931; H. h. Cer. 295; oft bei Pind., z. B. θεός P. 2, 12, Ποσειδᾶν Ol. 6, 58, Αἴας I. 5, 51; Apollo, Anth. IX, 525, 6.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠβίᾱς: эп.-ион. εὐρῠ-βίης, ου ὁ могучий, могущественный (Κελεός HH; Τρίτων Hes.; Ποσειδᾶν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυβίας: Ἰων. καὶ Ἐπικ. εὐρυβίης, ου, ὁ = εὐρυσθενής, Ἡσ. Θ. 931, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 295, Πινδ. Ο. 6. 98, Βακχυλ. 15. 31, κλ.

English (Slater)

εὐρῠβῐας of broad sway of gods, Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν (O. 6.58) ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν (P. 2.12) of heroes, Περικλύμεν' εὐρυβία (P. 4.175) κούρᾳ θ' Ψψέος εὐρυβία (P. 9.13) “εὐρυβίαν Ἁἴαντα” (I. 6.53) Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν (Pae. 6.103) Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ]ἐξαίρετον προφάταν ἔτεκ[εν (Pae. 9.41)

Greek Monolingual

εὐρυβίας και εὐρυβίης, ὁ (Α)
ευρυσθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -βιας (< βία), πρβλ. κρατησιβίας, υψιβίας].

Greek Monotonic

εὐρυβίας: Ιων. -βίης, -ου, ὁ, = εὐρυσθενής, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Middle Liddell

= εὐρυσθενής, Hes., Pind.]