ζαμενέω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
to put forth all one's fury, Hes.Th.928.
German (Pape)
[Seite 1136] (Kraft anstrengen, oder) sehr zürnen, Hes. Th. 928.
French (Bailly abrégé)
ζαμενῶ :
être furieux.
Étymologie: ζαμενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαμενέω [ζαμενής] razend zijn (van woede). Hes. Th. 928.
Russian (Dvoretsky)
ζᾰμενέω: бесноваться, неистовствовать, выходить из себя Hes.
Greek Monotonic
ζᾰμενέω: εξαπολύω όλη μου την ισχύ, εντείνω τις δυνάμεις μου ή είμαι παράφορα οργισμένος, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰμενέω: σφόδρα ὀργίζομαι ἢ ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, Ἡσ. Θ. 928.