θαλαμήϊος
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
η, ον (-ος, -ον, A.R.4.1130),
A of or belonging to a θάλαμος, fit for building one, δοῦρα Hes.Op.807.
II bridal, εὐνή A.R.l.c.; ὕμνος Epigr. ap. Luc.Symp.41.
German (Pape)
[Seite 1181] eigtl. ion. u. ep. = θαλαμεῖος, welches Wort aber nicht vorkommt, zum Thalamus gehörig, θαλαμήϊα δοῦρα, Bauholz, Hes. O. 809; auch ὕμνος, poet. bei Luc. Symp. 41.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du lit nuptial.
Étymologie: ion. c. *θαλάμειος de θάλαμος.
Greek Monolingual
θαλαμήϊος, -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῦρα», Ησίοδ.)
2. ο γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -ήιος (πρβλ. ανθρωπήιος, χαλκήιος)].
Russian (Dvoretsky)
θᾰλᾰμήϊος: эп.-ион. (= *θαλαμεῖος)
1 применяемый для изготовления θάλαμος, т. е. строительный, строевой (δοῦρα Hes.);
2 свадебный, брачный (θ. ὕμνος Luc.).