θεμελιώνω
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
Greek Monolingual
(AM θεμελιῶ, -όω) θεμέλιο
1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.)
2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα»)
νεοελλ.
1. τεκμηριώνω, αποδεικνύω με επιχειρήματα («θεμελίωσε την άποψη σου»)
2. στηρίζω κάτι κάπου, επιβεβαιώνω κάτι («παραφορούντ' απόμακρα, μα δεν το θεμελιώνουν», Ερωτόκρ.)
3. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θεμελιωμένος, -η, -ο
α) οικοδομημένος, χτισμένος
β) μτφ. ριζωμένος, στερεωμένος
γ) μτφ. γεροφτιαγμένος, καλοκαμωμένος
δ) μτφ. σίγουρος, βέβαιος.