θρονιάζω

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

θρονιάζω) θρόνος
(για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζω
νεοελλ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου
2. μέσ. θρονιάζομαι
α) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαι
β) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματα
μσν.
καθαγιάζω, εγκαινιάζω.