κάλλυσμα

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλυσμα Medium diacritics: κάλλυσμα Low diacritics: κάλλυσμα Capitals: ΚΑΛΛΥΣΜΑ
Transliteration A: kállysma Transliteration B: kallysma Transliteration C: kallysma Beta Code: ka/llusma

English (LSJ)

-ατος, τό, sweeping, in plural, IG12(5).593A22 (Ceos), prob. in Thphr. Char.10.6, cf. Hsch. s.v. σάρματα.

German (Pape)

[Seite 1312] τό, das Ausgefegte, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλυσμα: τό, σάρωμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· μηδὲ τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.

Greek Monolingual

κάλλυσμα, τὸ (Α) καλλύνω
αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλυσμα -ατος, τό [καλλύνω] afval:. διφᾶν τὰ καλλύσματα het afval doorzoeken Thphr. Ch. 10.6.