καβαλικεύω

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

καβαλλικεύω και καβαλικεύω και καβαλικεύγω)
1. πηγαίνω καβάλα σε άλογο ή άλλο υποζύγιο, ιππεύω
2. επιβάλλομαι σε κάποιον, κάνω κάποιον υποχείριό μου («τον καβαλίκεψε η γυναίκα του»)
3. (για ανθρώπους ή ζώα) συνουσιάζομαι, οχεύω, βατεύω, πηδώ
νεοελλ.
1. κάθομαι ιππαστί πάνω σε κάποιο αντικείμενο
2. είμαι έμπειρος στην ιππασία, είμαι καλός καβαλάρης
3. παθ. (για ζώα) καβαλικεύομαι
δέχομαι αναβάτη
μσν.
1. βοηθώ κάποιον να ανεβεί, να καβαλικέψει
2. (αμτβ.) ανεβαίνω σε όχημα, άμαξα κ.λπ.
3. (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) καβαλικεμένος, -η, -ο
αυτός που καβαλικεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caballico «ιππεύω» (< λατ. caballus «ίππος») + ρημ. κατάλ. -εύω].