καμινεύω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
heat in a furnace, Arist.Mir.833b25, Thphr. Lap.69, etc.; σίδηρος καμινευόμενος Str.5.2.6.
German (Pape)
[Seite 1317] im Ofen schmelzen, löthen u. dgl., im Feuer arbeiten; σίδηρος καμινευόμενος Strab. V, 224; λίθος, γύψος, Theophr.
French (Bailly abrégé)
travailler à un fourneau, à une forge ; faire brûler au feu d'un fourneau, d'une forge.
Étymologie: κάμινος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμινεύω: нагревать в горне, подвергать огневой обработке, т. е. раскалять, обжигать или переплавлять Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνεύω: χωνεύω, καίω, θερμαίνω, τήκω ἐν καμίνῳ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 48, Ἀποσπ. 248, Θεοφρ. π. Λίθ. 69· σίδηρος καμινευόμενος Στραβ. 223.
Greek Monolingual
(Α καμινεύω) κάμινος
λειώνω σε κάμινο, κατεργάζομαι μέταλλο ή άλλη ύλη σε καμίνι («σίδηρος καμινευόμενος», Στράβ.).
Greek Monotonic
κᾰμῑνεύω: μέλ. -σω, θερμαίνω στην κάμινο, σε Αριστ.
Middle Liddell
κᾰμῑνεύω, fut. -σω
to heat in a furnace, Arist. [from κάμῑνος]