κενολόγος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενολόγος Medium diacritics: κενολόγος Low diacritics: κενολόγος Capitals: ΚΕΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kenológos Transliteration B: kenologos Transliteration C: kenologos Beta Code: kenolo/gos

English (LSJ)

ον, talking emptily, prating, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1417] leeres Geschwätz vorbringend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des choses vaines ou frivoles.
Étymologie: κενός, λέγω³.

Greek (Liddell-Scott)

κενολόγος: -ον, ὁ κενά, μάταια, ἀνόητα λέγων, φλύαρος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ κενολόγος, -ον)
αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφολόγος, λεπτολόγος.

Greek Monotonic

κενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.

Middle Liddell

κενο-λόγος, ον λέγω
talking emptily, prating.