κηπαῖος
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
α, ον, (κῆπος)
A of a garden or from a garden, cultivated, κ. σίκυες Arist.Pr.926b7, cf. Dsc.2.146, Gal.6.627 (v.l.), etc.; κηπαῖοι παράδεισοι = garden-like parks, Clearch.6.
II κηπαία (sc. θύρα), ἡ, garden door, back door, Hermipp.47.9, cf.Poll.1.76; prov., ταῖς κηπαίαις θύραις 'by the backstairs', D.L.7.25, cf. Gal.2.98.
2 a herb, Sedum cepaea, Dsc.3.151.
German (Pape)
[Seite 1432] aus dem Garten, zum Garten gehörig; ἡ κηπαία, sc. θύρα, die Gartenthür, Hermipp. bei Ath. XV, 668 a; Poll. 1, 76. 9, 13; – im Garten gebau't, λάχανα, im Gegensatz von ἄγρια, Galen.; – παράδεισοι Ath. XII, 515 e.
Russian (Dvoretsky)
κηπαῖος: садовый (φυτά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κηπαῖος: -α, -ον, (κῆπος) = κηπευτός, κ. σίκυοι, ἀντίθετ. τῷ ἄγριοι, Ἀριστ. Προβλ. 20. 32, πρβλ. π. Φυτ. 1. 4, 13, Διοσκ., κτλ.· κ. παράδεισοι, παράδεισοι ὅμοιοι κήποις, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 515Ε ΙΙ. κηπαία (δηλ. θύρα), ἡ, ἡ τοῦ κήπου θύρα, Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, πρβλ. Δημ. 1155. 13, Διογ. Λ. 7. 25, Πολυδ. Α΄, 76. 2) ὡσαύτως λάχανα ἥμερα, «σαλατικά», Διοσκ. 3. 168.
Greek Monolingual
-αία, -ο (ΑΜ κηπαῖος, -αία, -ον) κήπος
αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῖοι σίκυες», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα)
η πόρτα του κήπου
αρχ.
1. όμοιος με κήπο («κηπαῖοι παράδεισοι», Κλέαρχ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία είδος φυτού
3. παροιμ. «ταῖς κηπαίαις θύραις» — κρυφά, λαθραία.