κουφόνους

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφόνους Medium diacritics: κουφόνους Low diacritics: κουφόνους Capitals: ΚΟΥΦΟΝΟΥΣ
Transliteration A: kouphónous Transliteration B: kouphonous Transliteration C: koufonous Beta Code: koufo/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κουφόνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κουφόνοος.

Greek Monolingual

-ουν (Α κουφόνους, -ουν)
ελαφρόμυαλος, αστόχαστος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κουφόνουν
η κουφόνοια («τῷ Καρχηδονίων κουφόνῳ», Αππ.)
επίρρ...
κουφόνως (Α)
αστόχαστα, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + νοῦς (πρβλ. κρυψίνους, μικρόνους)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφόνους -ουν, zonder contr. κουφόνοος -οον [κοῦφος, νοῦς] lichtzinnig, onbekommerd.

Middle Liddell

κουφό-νους, ουν
light-minded, thoughtless, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

changeable, light-headed, light-hearted, light-minded

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

zusammengezogen st. κουφόνοος.