κραταίλεως
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ων, gen. ω, (< κραταιός, λᾶας) of hard stones, rocky, χθών A. Ag. 666; πέδον E. El. 534.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.
German (Pape)
ων, hartsteinig, felsig; χθών Aesch. Ag. 652; πέδον Eur. El. 534.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίλεως: каменистый, скалистый (χθών Aesch.; πέδον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.
Greek Monolingual
κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].
Greek Monotonic
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
κρᾰταί-λεως, ων, λεῦς, = λᾶς]
of hard stones, rocky, Aesch., Eur.