κυαμεύω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμεύω Medium diacritics: κυαμεύω Low diacritics: κυαμεύω Capitals: ΚΥΑΜΕΥΩ
Transliteration A: kyameúō Transliteration B: kyameuō Transliteration C: kyameyo Beta Code: kuameu/w

English (LSJ)

choose by lot, δικαστάς IG12.41.19, 22.1172.13; ἔκ τινων Arist.Ath.8.1, 22.5:—Pass., IG12.10.8, Jusj. ap. D.24.150.

German (Pape)

[Seite 1521] durch Abstimmung mit Bohnen erwählen, Tim. lex., Inscr.; pass., ὅσαι ἀρχαὶ κυαμεύονται, im Heliasteneide bei Dem. 24, 150. – Davon adj. verb. κυαμευτός, durch Bohnen erwählt, Xen. Mem. 1, 2, 9; Plut. ed. lib. 17 ψηφοφορία, Abstimmung mit Bohnen.

French (Bailly abrégé)

désigner ou décider par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κύαμος.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμεύω: выбирать посредством бобов, т. е. жребием (ἀρχαὶ κυαμεύονται Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμεύω: (κύαμος) ἐκλέγω διὰ κλήρου (οὐχὶ διὰ ψήφου), τοὺς ἄρχοντας κυαμεύειν Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 13· κυαμεῦσαι 73b. 12 (προσθῆκ.), 73c. Β. 19 (σ. 894)· ― Παθ., ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 747. 3.

Greek Monolingual

κυαμεύω (Α) κύαμος
εκλέγω με κυαμευτή ψηφοφορία («ἐκυάμευσαν τοὺς ἐννέα ἄρχοντας κατὰ φυλάς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κυᾰμεύω: μέλ. -σω (κύαμος), εκλέγω με κλήρο (όχι με σφαιρίδια ψηφοφορίας) — Παθ., εκλέγομαι με αυτό τον τρόπο, σε Δημ.

Middle Liddell

κυᾰμεύω, fut. -σω κύαμος
Pass. to be so elected, Dem.