κυπαρίσσινος
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
Att. κυπαρίττινος, η, ον, of cypress wood, σταθμός Od.17.340; μέλαθρον Pi. P.5.39; λάρνακες Th.2.34; μνῆμαι Pl.Lg.741c; ξυλεία Plb.10.27.10; also, made from the cypress or drawn from the cypress, κυπαρίσσινος οἶνος Dsc.5.36; ῥητίνη Gal. 13.589.
German (Pape)
[Seite 1534] att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταθμός Od. 17, 340; μέλαθρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
att. κυπαρίττινος;
de cyprès.
Étymologie: κυπάρισσος.
Russian (Dvoretsky)
κῠπᾰρίσσῐνος: атт. κῠπᾰρίττῐνος 3
1 кипарисовый (σταθμοί Hom.; μέλαθρον Pind.; ξόανον Plut.);
2 вырезанный на кипарисовом дереве (μνῆμαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠπᾰρίσσῐνος: Ἀττ. -ίττῐνος, η, ον, ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, σταθμοὶ Ὀδ. Ρ. 340· μέλαθρον Πινδ. Π. 5. 51· λάρναξ Θουκ. 2. 34.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κῠπᾰρίσσῐνος of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (P. 5.39)
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κυπαρίσσινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. κυπαρίττινος, -ίνη, -ον)
κυπάρισσος
κυπαρισσένιος («λάρνακας κυπαρισσίνας», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει σε κυπαρίσσι ή εξάγεται από κυπαρίσσι («κυπαρισσίνη ρητίνη», Γαλ.)
αρχ.
(για ποτό) αυτό που έχει γίνει με κυπαρισσόμηλα ή με ρητίνη από κυπαρίσσι.
Greek Monotonic
κῠπᾰρίσσῐνος: Αττ. -ίττῐνος, -η, -ον, από ξύλο κυπαρισσιού, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
Middle Liddell
of cypress-wood, Od., Thuc. [from κῠπάρισσος]
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον de ciprés ref. a leños para una ofrenda ἀναπήξας μέσον τοῦ οἴκου βωμὸν γέϊνον καὶ ξύλα κυπαρίσσινα coloca en medio de la habitación un altar de barro y leños de ciprés P XIII 8 παράθες εἰς τὴν θυσίαν ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀποβαλσάμινα prepara para la ofrenda leños de ciprés o del árbol del bálsamo P XIII 364