κύπερος
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ὁ, Ion. for κύπειρος,
A Cyperus rotundus, Hp.Nat.Mul.58, Hdt.4.71: also in later Gr., Dsc.1.4, Plu.2.383e, Gal.12.54, PSI6.718.4 (iv/v A.D.).
II κύπερος ἕτερος = turmeric, Curcuma longa, Dsc.1.5.
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. c. κύπειρος.
Russian (Dvoretsky)
κύπερος: ὁ Her., Plut. = κύπειρον.
Greek (Liddell-Scott)
κύπερος: ὁ, πιθαν. Ἰων. ἀντὶ κύπειρος, Ἡρόδ. 4. 71, ― ἔνθα λέγεται ὅτι εἶναι ἀρωματικόν τι φυτὸν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Σκύθαις πρὸς ταρίχευσιν («βαλσάμωμα»), πρβλ. Πλούτ. 2. 383Α.
Greek Monolingual
(I)
κύπερος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. κύπερη.
(II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κυπερώδη, οικογένεια κυπερίδες, από τα οποία γνωστότερα είναι ο Cyperus papyrus, ο πάπυρος τών αρχαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι λ., πρβλ. αγγλ. cyperus < λατ. cyperos < κύπειρος.
Greek Monotonic
κύπερος: ὁ, πιθ. Ιων. αντί κύπειρος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
κύπερος, ὁ, [prob. ionic for κύπειρος, Hdt.]
Translations
Cyperus rotundus
ace: keunue; anp: मोथा; ar: سعد مستدير; arz: سعد مستدير; azb: گیرده توپالاق; az: girdə topalaq; ban: padang teki; bm: ntolanin; bn: মুথা; ca: serrana rodona; dag: kulsaa; de: Knolliges Zypergras; fa: اویارسلام; ff: woƴre; fi: ruskosädekaisla; he: גומא הפקעים; hi: मोथा; ht: afyo; hy: դուն կլոր; id: teki ladang; ja: ハマスゲ; jv: teki; kk: саламалейкум; kn: ಜೇಕಿನ ಗಡ್ಡೆ; mad: mutta; ml: മുത്തങ്ങ; mr: नागरमोथा; ms: rumput halia hitam; ne: मोथे; pam: mutâ; pa: ਡੀਲਾ; pnb: ڈیلا; ru: сыть круглая; si: කලාඳුරු; su: teki; ta: கோரை; tcy: ಭದ್ರ ಮುಷ್ಥಿ; te: తుంగ గడ్డి; th: แห้วหมู; to: pakopako; uz: salomalaykum; vi: củ gấu; za: gocidmou; zh_min_nan: thó͘-hiuⁿ; zh_yue: 香附; zh: 香附子