λιπαρόθρονος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρόθρονος Medium diacritics: λιπαρόθρονος Low diacritics: λιπαρόθρονος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: liparóthronos Transliteration B: liparothronos Transliteration C: liparothronos Beta Code: liparo/qronos

English (LSJ)

λιπαρόθρονον, bright-throned, A.Eu.806, Lyr.Adesp.140.6, Aristonous 2.16.

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège brillant.
Étymologie: λιπαρός, θρόνος.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόθρονος: с блистающим седалищем (ἐσχάραι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόθρονος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν θρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 806, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 2. 174.

Greek Monolingual

λιπαρόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόθρονος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό θρόνο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λῐπᾰρό-θρονος, ον
bright-throned, Aesch.