μακρόπνοος

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπνοος Medium diacritics: μακρόπνοος Low diacritics: μακρόπνοος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΝΟΟΣ
Transliteration A: makrópnoos Transliteration B: makropnoos Transliteration C: makropnoos Beta Code: makro/pnoos

English (LSJ)

μακρόπνοον, contr. μακρόπνους, μακρόπνουν, deep-breathed, or (acc. to others) as substantive μ., ὁ, deep breathing, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.4: metaph., ἕλκεις μ. ζόαν… a wearisome life, E.Ph.1535 (lyr.).

German (Pape)

lang-, tiefatmend, Medic.; ζωά, langes Leben, Eur. Phoen. 1531.

Russian (Dvoretsky)

μακρόπνοος: стяж. μακρόπνους 2 долговременный, продолжительный, долгий (ζωά Eur. - v.l. μακρόπονος).

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. μακρόπνους.

Greek Monotonic

μακρόπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει βαθιά ανάσα, αυτός που παρατείνεται για πολύ χρόνο, σε Ευρ.