ματεριαλισμός

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

ο
η θεμελιώδης άποψη όλων τών φιλοσοφικών συστημάτων που θεωρούν ως μοναδική πραγματικότητα την ύλη, απορρίπτουν τον Θεό και την ψυχή και υποστηρίζουν ότι όλες οι λειτουργίες του ανθρώπου, και η σκέψη, η βούληση, οι επιθυμίες του κ.λπ. και η εξέλιξη της ιστορίας αποτελούν φυσικά φαινόμενα και πρέπει να εξετάζονται με την ίδια μέθοδο που εξετάζεται ο φυσικός κόσμος, ο υλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. materialisme < νεολατ. materialismus < λατ. materialis < materia «ύλη»].