υλισμός
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-κοινων.) το ένα από τα δύο κύρια ρεύματα της φιλοσοφίας, το οποίο, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό, θεωρεί ως πρωταρχικό παράγοντα, ως θεμελιώδες στοιχείο του κόσμου την ύλη και ως δευτερεύον, παράγωγο, εξαρτημένο στοιχείο τη συνείδηση, το πνεύμα, τις ιδέες, αλλ. ματεριαλισμός
2. (κατ' επέκτ.) νοοτροπία που κατευθύνεται προς τις υλικές απολαύσεις και τα υλικά αγαθά
3. φρ. α) «αυθόρμητος υλισμός»
(φιλοσ.) η πεποίθηση που πηγάζει από την πρακτική της καθημερινής ζωής για την εξ αντικειμένου ύπαρξη της πραγματικότητας η οποία μάς περιβάλλει, όπως αυτή παρουσιάζεται και προσπίπτει στις αισθήσεις μας
β) «διαλεκτικός υλισμός»
(φιλοσ.) η φιλοσοφική αντίληψη που θεμελίωσαν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρήντριχ Ένγκελς και η οποία συνδυάζει οργανικά τον υλισμό με τη διαλεκτική και επεκτείνει την υλιστική θεώρηση στην ερμηνεία τών κοινωνικών φαινομένων, έχοντας ως βασικές αρχές της την εξ αντικειμένου, ανεξάρτητα από τη συνείδηση ή το πνεύμα, ύπαρξη του κόσμου, την υλική ενότητά του, την καθολική αλληλεξάρτηση τών φαινομένων, τον πρωταρχικό ρόλο τών εσωτερικών αντιθέσεων και την αυτοκίνηση
γ) «ιστορικός υλισμός»
(κοινων.-φιλοσ.) βλ. ιστορικός
δ) «μηχανιστικός υλισμός»
(φιλοσ.) υλιστική φιλοσοφική αντίληψη που εξηγεί το σύμπαν με μηχανιστικό τρόπο και ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα κατ' αναλογίαν προς τα μηχανικά φαινόμενα
ε) «οικονομικός υλισμός»
(φιλοσ.) μονομερής υλιστική αντίληψη σε ό,τι αφορά την κοινωνία, η οποία απολυτοποιεί τον καθοριστικό ρόλο του οικονομικού παράγοντα στην κοινωνική εξέλιξη και αρνείται τον ενεργό ρόλο τών ιδεών, τών θεσμών, τών πολιτικών οργανώσεων και, γενικά, της συνειδητής δραστηριότητας τών ανθρώπων στην εξέλιξη αυτή
στ) «φιλοσοφικός υλισμός»
(φιλοσ.) ο υλισμός που εμφανίστηκε κατά την εξέλιξη τών ιδεών ως συνειδητή επιλογή και επεξεργασία
ζ) «χυδαίος υλισμός»
(φιλοσ.) απλουστευτική υλιστική φιλοσοφική θεώρηση που ανάγει τα πάντα στην ύλη ταυτίζοντάς την με τη συνείδηση, με το πνεύμα, με τις ιδέες, τα οποία θεωρεί ως άμεσα εκκρίματά της
αρχ.
διήθηση, στράγγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω «διηθώ, στραγγίζω» (< ὕλη, καθίζημα, κατακάθι). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. materialisme (< material «υλικός»)].