μειόνως

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειόνως Medium diacritics: μειόνως Low diacritics: μειόνως Capitals: ΜΕΙΟΝΩΣ
Transliteration A: meiónōs Transliteration B: meionōs Transliteration C: meionos Beta Code: meio/nws

English (LSJ)

μειότερος, v. μείων.

German (Pape)

[Seite 116] adv. von μείων, weniger, zu wenig, ἔχειν, Soph. O. C. 104, zu gering sein, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

adv.
moins, trop peu.
Étymologie: μείων.

Russian (Dvoretsky)

μειόνως: слишком мало Soph.

Greek (Liddell-Scott)

μειόνως: μειότερος, ἴδε ἐν λέξ. μείων.

Greek Monolingual

μειόνως (Α)
επίρρ. βλ. μείων.

Greek Monotonic

μειόνως: μειότερος, βλ. μείων.