μετάβολος
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
μετάβολον,
A changeable, Plu.2.428b, Ptol.Tetr.96.
II as substantive, = μεταβολεύς 1, huckster, retail dealer, opp. ἔμπορος, GDI iv p.876 (Chios, prob. from Erythrae, iv B. C.), cf. PRev.Laws 48.3 (iii B. C.), LXX Is.23.2,3, PTeb.116.20 (ii B. C.), Sch.Ar.Pax446; τοὶ μ. τοὶ ἐν τοῖς ἰχθύσιν SIG1000.21 (Cos, i B. C.): as adjective, ἱματιοπῶλαι μ. retail clothes-dealers, OGI629.83 (Palmyra, ii A. D.); μ. ἁλιεῖς Ostr.1449 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 145] veränderlich, καὶ παντοδαπὸς ἄνθρωπος, Plut. de amic. mult. g. E.; nach Schol. Ar. Nubb. 1180 auch = προτένθης. – Auch = μεταβολεύς, Höker, E. M.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, inconstant.
Étymologie: μεταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
μετάβολος: подверженный изменениям, изменчивый (ἄνθρωπος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μετάβολος: -ον, εὐμετάβολος, μεταβλητός, Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = μεταβολεύς, μεταπράτης, ἔμπορος, Ἑβδ. (Ἰσαί. ΛΓ΄, 2, 3)· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 315. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετάβολοι· πραγματευταί».
Greek Monolingual
μετάβολος, -ον (ΑM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον
αντίγραφο