μηλωτής

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

German (Pape)

[Seite 173] ὁ, der Schäfer, wie μηλατάς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτής: ὁ, ποιμήν, Ἡσύχ. (μηλότης Schmidt).

Greek Monolingual

μηλωτής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ποιμήν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηλόω (πρβλ. μηλωτή (Ι)].