νεραντζιά

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα)
κοινή σήμερα ονομασία του εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς αλλά και για τον όμοιο με πορτοκάλι καρπό του, ο οποίος μολονότι δεν τρώγεται νωπός, χρησιμοποιείται πολύ στην ποτοποιία και στη ζαχαροπλαστική, ενώ από τα άνθη του λαμβάνονται εκλεκτά αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεραντζέα (< νεράντζι + κατάλ. -ια) με συνίζηση (πρβλ. συκέα: συκιά)].