νομόνδε
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
Adv., (νομός) to pasture, Il.18.575, Od.9.438.
French (Bailly abrégé)
adv.
au pâturage avec mouv.
Étymologie: νομός, -δε.
German (Pape)
zur Weide, Il. 18.575 und a. D.
Russian (Dvoretsky)
νομόνδε: adv. к пастбищу, на пастбище Hom.
Greek (Liddell-Scott)
νομόνδε: Ἐπίρρ., (νομὸς) εἰς βοσκήν, Ἰλ. Σ. 575, Ὀδ. Ι. 438.
Greek Monolingual
νομόνδε (Α)
επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν του νομός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνηνδε)].
Greek Monotonic
νομόνδε: (νομός), επίρρ., στη βοσκή, προς τον τόπο της βοσκής, σε Όμηρ.