ουδέ

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source

Greek Monolingual

οὐδέ)
(αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι
αρχ.
Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ-ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ' Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων', οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. συνδέει προτάσεις, ενώ το οὔτε συνδέει μέρη προτάσεων
3. πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς να προηγείται αρνητικό («τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος», Αισχύλ.)
4. όταν επαναλαμβάνεται στην αρχή δύο διαδοχικών προτάσεων, το πρώτο οὐδέ έχει επιρρηματική θέση και έτσι εκφέρει ισχυρότερη αντίθεση («καὶ μὴν οὐδ' ἡ ἐπιτείχισις οὐδὲ τὸ ναυτικὸν ἄξιον φοβηθῆναι», Θουκ.)
5. μπορεί να τεθεί μετά το οὔτε κατά ανακόλουθο σχήμα
6. επαναλαμβάνεται στην αναφορική και στην αντίστοιχη δεικτική πρόταση που προσδιορίζεται («ὥσπερ οὐδ' ηὔχετο, (οὕτως) οὐδ' ᾤετο», Πλάτ.)
II. (ΩΣ ΕΠΙΡΡ.)
1. ούτε και («ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι φρένες οὐδ' ἠβαιαί», Ομ. Ιλ.)
2. (με το καί, προκειμένου να δοθεί κάποια έμφαση) και όχι («καὶ οὐδ' αὐτοὶ αὖ μόνον, ἀλλὰ καί», Θουκ.)
3. φρ. «ἀλλ' οὐδ' ὧς» — μα ούτε κι έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖ (Ι) + δέ (πρβλ. μηδέ)].