παιδομανής

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδομᾰνής Medium diacritics: παιδομανής Low diacritics: παιδομανής Capitals: ΠΑΙΔΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: paidomanḗs Transliteration B: paidomanēs Transliteration C: paidomanis Beta Code: paidomanh/s

English (LSJ)

παιδομανές, mad after boys, AP 5.18 (Rufin.), Plu.2.88f; παιδομανὴς ἔρως Alex.Aet. 5.5; κραδία AP5.207 (Mel.); ἀλιτροσύνη ib.301.8 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 441] ές, knabentoll, in Knaben rasend verliebt; Rufin. 14 (V, 19): Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c, ἀλιτροσύνη, Agath. 3 (V, 302): a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fou des enfants.
Étymologie: παῖς, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

παιδομᾰνής: без ума любящий мальчиков Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παιδομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς τοὺς παῖδας ἐγαπῶν, Ἀνθ. Π. 5. 19, 302, Πλούτ. 2. 88F· π. ἔρως Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 699C· καρδία Ἀνθ. Π. 5. 208.

Greek Monolingual

παιδομανής, -ές (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά μανιωδώς
2. το αρσ. ως ουσ.παιδομανής
ο παιδεραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναικομανής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδομανής -ές [παῖς, μαίνομαι] gek op jongetjes.