πανσαγία

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανσᾰγία Medium diacritics: πανσαγία Low diacritics: πανσαγία Capitals: ΠΑΝΣΑΓΙΑ
Transliteration A: pansagía Transliteration B: pansagia Transliteration C: pansagia Beta Code: pansagi/a

English (LSJ)

ἡ, = πανοπλία, πανσαγίᾳ in full armour, S.Ant.107 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, = πανοπλία, VLL.; – πανσαγίᾳ, in ganzer Rüstung, Soph. Ant. 107.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
armure complète ou troupe entière d'homme armés.
Étymologie: πᾶν, σάγη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανσαγία -ας, ἡ [πᾶς, σάγη] volle wapenrusting.

Russian (Dvoretsky)

πανσᾰγία:полное вооружение Soph.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η πανοπλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σάγη / σαγή «φορτίο, οπλισμός» (< σάττω / σάσσω)].

Greek Monotonic

πανσᾰγία: ἡ (σάγη), = πανοπλία, δοτ. πανσαγίᾳ, με πλήρη οπλισμό, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πανσᾰγία: ἡ, = πανοπλία, πανσαγίᾳ, ἐν πανοπλίᾳ, Σοφ. Ἀντ. 107.

Middle Liddell

παν-σᾰγία, ἡ, σάγη = πανοπλία, dat. πανσαγίᾳ]
in full armour, Soph.