παραγωγός
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
παραγωγόν,
A misleading, deceitful, ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ Com.Adesp.595.
2 creative, Ascl. in Metaph.92.5.
II Pass. (proparox.), easily movable, ὀστέα Hp.Fract.16 (Comp.).
2 derived from another word, opp. πρωτότυπος, D.T.634.21, A.D.Adv. 146.2; ἔκ τινος Id.Synt.200.21, EM97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. παραγώγως = by a slight change, Plu.2.316a, Ath.11.480f.
b formed in parody, ἔπος Numen. ap. Eus.PE14.5.
German (Pape)
[Seite 476] 1) nebenbei, vorbei, seitwärts führend, Sp. u. VLL., auch irreführend, verleitend, p. bei Phot. v. μύραινα. – 2) abgeleitet, oft bei den Gramm., wie E. M. παραγωγόν τινος u. ἔκ τινος, von einem Worte hergeleitet, bes. durch Anhängung gewisser Endsylben, vgl. Schol. Il. 16, 635, παραγωγὸν ἡγοῦνται, τουτέστι παρολκὴν τῆς ἐπὶ τέλους λέξεως. – Auch adv., ἀντὶ τοῦ κύλικες παραγωγῶς κυλιχνίδας εἴρηκε, Ath. XI, 480 f; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1390; τὸ εἷναι καὶ ἀφεῖναι παραγωγῶς γέγονεν ἕμεναι, Schol. Il. 11, 141, u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui amène, qui introduit, initiateur;
2 qui égare, qui séduit, trompeur.
Étymologie: παράγω.
Greek Monolingual
-ό / παραγωγός, -όν, ΝΑ παράγω
νεοελλ.
1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόν («χώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός
α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή προς τον έμπορο και τον καταναλωτή
β) ο υπεύθυνος για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική εποπτεία της παραγωγής και είναι υπεύθυνος για την εξεύρεση τών οικονομικών πόρων, τη μίσθωση καλλιτεχνών και τεχνικών και την κάλυψη όλων τών άλλων εξόδων
αρχ.
1. αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά
2. δημιουργικός.
επίρρ...
παραγώγως Α
(τροπ.) (ιδίως για γράμμα ή συλλαβή) με μικρή μεταβολή.