Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραυλίζω

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραυλίζω Medium diacritics: παραυλίζω Low diacritics: παραυλίζω Capitals: ΠΑΡΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: paraulízō Transliteration B: paraulizō Transliteration C: paravlizo Beta Code: parauli/zw

English (LSJ)

lie near, παραυλίζουσα πέτρα… Μακραῖς E.Ion493 (lyr.):—Med., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ath.5.189e.

German (Pape)

[Seite 505] daneben hausen od. wohnen, im med. παραυλίζομαι, neben παρακοιμᾶσθαι, Ath. IV, 189 e. – Überh. daneben gelegen sein, πέτρα παραυλίζουσα, Eur. Ion 493.

French (Bailly abrégé)

habiter auprès, être voisin;
Moy. παραυλίζομαι m. sign.
Étymologie: πάραυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αυλίζω in de buurt liggen van, met dat.

Russian (Dvoretsky)

παραυλίζω: находиться близко, быть расположенным по соседству (τινί Eur.).

Greek Monolingual

Α πάραυλος (Ι)]
1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῖς», Ευρ.)
2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον
3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῖς βασιλείοις», Αθήν.).

Greek Monotonic

παραυλίζω: βρίσκομαι δίπλα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραυλίζω: κεῖμαι πλησίον, παραυλίζουσα πέτρα ... Μάκραις Εὐρ. Ἴων 493·- Μέσ., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ἀθήν. 189Ε.

Middle Liddell

to lie near a place, c. dat., Eur.