πολύευκτος

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύευκτος Medium diacritics: πολύευκτος Low diacritics: πολύευκτος Capitals: ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: polýeuktos Transliteration B: polyeuktos Transliteration C: polyefktos Beta Code: polu/euktos

English (LSJ)

πολύευκτον,
A much-prayed-for, much-desired, ἰὴ παιδός Orac. ap. Hdt.1.85; ὄλβος A.Eu.537 (lyr.); πλοῦτος X.Cyr.1.6.45; παιδίον Him. Or.23.20.
II Act., with many prayers, ἱκεσίη Nonn. D. 40.66.

German (Pape)

[Seite 662] viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou longtemps désiré.
Étymologie: πολύς, εὔχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύευκτος -ον [πολύς, εὔχομαι] vurig gewenst.

Russian (Dvoretsky)

πολύευκτος: долгожданный, вожделенный, желанный (ἰὴ παιδός Her.; ὄλβος Aesch.; χρυσός Xen.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές
αρχ.
πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πάμφιλος καὶ πολύευκτος ὄλβος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εὐκτός (< εὔχομαι)].

Greek Monotonic

πολύευκτος: -ον, εξαιρετικά επιθυμητός, πολυπόθητος, σε Χρησμ. παρά Ηρόδ., Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύευκτος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, ἰὴ παιδὸς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1, 85· ὄλβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 537· πλοῦτος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 45.

Middle Liddell

πολύ-ευκτος, ον,
much-wished-for, much-desired, Orac. ap. Hdt., Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=πολυπόθητος). Ἀπό τό πολύς + εὔχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πολύς.