Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πωλικός

From LSJ

Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoqueGold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz

Menander, Monostichoi, 538
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλικός Medium diacritics: πωλικός Low diacritics: πωλικός Capitals: ΠΩΛΙΚΟΣ
Transliteration A: pōlikós Transliteration B: pōlikos Transliteration C: polikos Beta Code: pwliko/s

English (LSJ)

πωλική, πωλικόν, (πῶλος)
A of foals, of fillies, of colts, or of young horses, π. ἀπήνη a chariot drawn by young horses or (generally) by horses, S.OT802; so π. ἄντυγες, ὄχημα, ζυγά, ὄχος, E.Rh.567,621, IA619,623, etc.; πωλικὰ διώγματα = pursuings on a colt-drawn chariot, pursuit in a chariot drawn by young horses, Id.Andr.992; in races, πωλικὸν τέθριππον, opp. τέλεον τέθριππον, IG5(2).549 (Arc., iv B.C.); ἵππων πωλικῷ ζεύγει ib.22.2311.52; συνωρὶς πωλική ib.42(1).101.46 (Epid., i A.D.), Supp.Epigr.1.380b (Samos, ii B.C.); ἅρμα πωλικόν IG42(1).101.48.
2 of any young animal, πωλικὸν ζεῦγος βοῶν = a team of young oxen, Alc.Com.14.
3 poet., πωλικὰ ἑδώλια = the girls' apartments, A. Th.454 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 827] von Fohlen, junge Pferde betreffend; ἀπήνη πωλική, ein mit jungen Pferden bespannter Wagen, Soph. O. R. 802; πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ, Eur. I. A. 623; πωλικῶν ἐξ ἀντύγων, Rhes. 567; überh. von jungen Tieren, πωλικὸν ζεῦγος βοῶν, Alcaeus bei Phot.; und übertr. = παρθενικός, jungfräulich, ἑδώλια, Aesch. Spt. 436; χνοῦς, Theodorid. 6 (VI, 156).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de poulain : πωλικὴ ἀπήνη SOPH char traîné par de jeunes chevaux;
2 p. anal. de jeune fille.
Étymologie: πῶλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλικός -ή -όν [πῶλος] van een veulen:; ὄμμα πωλικόν het oog van een veulen Eur. IA 620; door (jonge) paarden getrokken:; ἐπὶ πωλικῆς... ἀπήνης in een reiswagen getrokken door veulens Soph. OT 802; πωλικὰ διώγματα achtervolging met paard en wagen Eur. Andr. 992; overdr.. πωλικὰ ἑδώλια meisjesvertrekken Aeschl. Sept. 454.

Russian (Dvoretsky)

πωλικός:
1 влекомый молодыми конями, конный (ἀπήνη Soph.; ἄντυγες Eur.): πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня;
2 девичий (πωλικὰ ἑδώλια Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πῶλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια
2. (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.)
3. (στην ποίηση) παρθενικός, κοριτσίστικος ή αγορίστικος
4. φρ. α) «πωλικὴ ἀπήνη» — άρμα που σύρεται από πώλους ή, γενικά, άλογα
β) «πωλικὰ διώγματα» — καταδίωξη με άρμα που σύρεται από πώλους
γ) «πωλικὸν τέθριππον» — άρμα που σύρεται από πώλους, σε αντιδιαστολή με το τέλεον τέθριππον που είναι το άρμα που σύρεται από ώριμα άλογα.
επίρρ...
πωλικῶς Α
κατά τρόπο πωλικό.

Greek Monotonic

πωλικός: -ή, -όν (πῶλος),
1. αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, ἀπήνη πωλική, τετράτροχη άμαξα που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· πωλικὰ διώγματα, καταδίωξη με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.
2. λέγεται για κάθε νεαρό ζώο, πωλικά ἑδώλια, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πωλικός: -ή, -όν, (πῶλος) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, ἀπήνη π., ἅμαξα (τετράτροχος) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, ὄχος, ὄχημα, ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ ἐναντίον τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. πῶλος. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν ζεῦγος βοῶν, ζεῦγος νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. πῶλος Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς πῶλος, Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi.

Middle Liddell

πωλικός, ή, όν πῶλος
1. of foals, fillies, or young horses, ἀπήνη π. a chariot drawn by horses, Soph., Eur.; π. διώγματα pursuit in chariot drawn by horses, Eur.
2. of any young animal, π. ἑδώλια the girls' apartments, Aesch.

English (Woodhouse)

of a horse, of foal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)